"Pas moi qu'ai fait les voyages,C'est les voyages qui m'ont fait"
Bernard Lavilliers

Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2006

μου παρεδώθεις

μου παρεδώθεις


ένοιωσα το κρύο λεπτό μέταλλο να σε χαράζει
αργά και σταθερά να τυραννά το άμαθο κορμί σου,
μα απώτερος σκοπός δεν είναι η ποθητή σου σάρκ

που τόσο εύκολα μπορώ να καταστρέψω,

σκοπός είναι η ψυχή σου.

προσεχτικά και με ακρίβεια χαράζω ένα καλλίγραμμο πεντάγραμμο
γραμμές φίνες οι νευρώνες σου,
και γω με επιδέξιο δοξάρι ξυπνάω ουράνιες μελωδίες
χορεύουν εκσταστικά οι νότες της απελπισίας σου,
και μια μελωδία ικεσίας πλυμμυρίζει τον χώρο

τι παράξενο ον ο άνθρωπος, αλήθεια
εσύ να δημιούργησες αυτόν τον αριστουργηματικό εφιάλτη
και μου ζητά τώρα να τον σταματήσω;
μου ζητάς να καταστρέψω ένα έργο τέχνης
που με τόση φροντίδα μου παρέδωσες;

δεν το νομίζω. και δεν πρόκειται τώρα πια να σταματήσω
μέχρι η ψυχή σου να χαθεί
μέχρι να νοιώσεις πια, την γλυκιά προσμονή του θανάτου


υ.γ. κάποιος που σε αγαπάει

Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2006

χόβολη

το χω ανάψει για συντροφιά. πήρα το χαρτάκι και ευλαβικά έβαλα το καπνό μέσα του. τον τακτοποίησα προσεχτικά με τα δάκτυλα και άρχισα να το στρίβω. του 'δωσα πνοή και ανάσα και μια μικρή φλόγα. το μόνο που μπορώ να ανεχτώ αυτή τη στιγμή. έχω κλείσει τα φώτα και τη μουσική και κάθομαι στο μπαλκόνι. κάνει κρύο. ο αέρας μου χαράζει τα χέρια και το πρόσωπο. όμως εκείνος εκεί να μου κρατά συντροφιά. να μου ζεσταίνει τα ακροδάκτυλα. ακριβέ μου φίλε. πόσα βράδια δεν καθήσαμε μαζί και άκουσες τις σκέψεις μου.

αυτή η γλυκιά φωτιά. πανάρχαια χόβολη των λογισμών και των ονείρων. πόσους πόνους έκαψα εκεί και τους είδα να γίνονται στάχτη. σωτήρια ιερή φλόγα. μου ζεσταίνει γλυκά τα δάκτυλα. γεμίζει το κορμί μου με την νοσοποιό νικοτίνη. μου ηρεμεί το νου. μου γαληνεύει τη σκέψη. μα πάνω από όλα μου κρατά συντροφιά.

και κοιτάω , μα δε κοιτάω. τα μάτια μου μοιάζουν να βλέπουν στο κενό μα βλέπουν μέσα μου. και αντικρίζουν σκοτάδι και ερευνούν για φως. εκλιπαρούν γι' αυτό. ξάφνου εμφανίζεται ένα μονοπάτι, όλο ευθεία, χωρίς σταυροδρόμια και στροφές. το ακολουθώ...

ένα τσιγάρο δρόμος
πολλά τσιγάρα, πολύς ο δρόμος

κυκνοι

να την ενώ παίζει πιάνο. τα δάκτυλά της σαν κύκνοι φτερουγίζουν στον μαυρόασπρο κήπο τους. υψώνουν τους μακρυούς λαιμούς τους και πετάνε. όλο ρυθμό. και την μια γοργά και την άλλη αργά ζωγραφίζουν στον ουρανό. σχήματα, χρώματα. πινελιές τυχαίες γεμάτες αρμονία.

εξώ βρέχει κι οι στάλες ξαποστένουν στο γυαλί του παραθύρου. κοιτάνε και ακούνε την γλυκιά μικρή θεά να γεμίζει μουσική και χρώμα το δωμάτιο. ταλαντεύονται και υγρά γλυστράνε και φεύγουν

εγώ σε λίγο θα καώ στα κόκκινά της χείλη , μισοσβησμένο στριφτό τσιγάρο.

φλόγα και δροσιά

Η μια ,λευκό γιασεμί, μόλις έχει ανθίσει. Προβάλει ντροπαλά τα πέταλά της. Πρωινή δροσιά τυλίγει το κορμί της και σκεδάζει το φως του ήλιου. Σε ξεγελάει στην όψη μοιάζοντας μικρή , μα εκείνη κρύβει καλά το άρωμά της στους κόρφους της. Και είναι αυτό που ξεχωρίζεις μες την νύχτα όταν τα πεφταστέρια στήνουνε χορό στον ουρανό μια καλοκαιρινή νύχτα. Είναι αυτό που σε συντροφεύει στα ερωτευμένα σου όνειρα.

Η άλλη μόνο ρόδο θα μπορούσες να την πεις. Από εκείνα τα ρόδα τα μισάνοιχτα που είναι γεμάτα από το χρώμα του έρωτα. Γεμάτη πάθος και πόθο κι μια αρχέγονη ομορφιά. Σε κατακτά με την πρώτη. Ρουφά αχόρταγα το φως του ήλιου και γεμίζει τον αέρα με το άρωμά της. Ένα άρωμα σου θυμίζει παλιούς και καινούριους έρωτες. Και τα αγκάθια της είναι γλυκά . Γιατί τα αγκάθια της είναι η βραδυνή της θύμησής. Όταν γεμίζει με την μουσική της το όνειρό σου και συ ξέρεις ότι ποτέ δεν θα μπορέσεις να την κατακτήσεις. Και κείνη χωρίς κόπο το χει καταφέρει

το άρωμα της μιας η θύμηση της άλλης και συ να ξενυχτάς για ανεκπλήρωτους έρωτες
που γεμίζουν την καρδιά σου πόνο όμως και χαρά
γιατί χαρά και ομορφιά σε γεμίζει η θοριά τους ακόμη κι αν σε πονάει

το πιο όμορφο μπουκέτο
κι ας μην το χει δει ποτέ κανείς
μπουκέτο
γιασεμί και ρόδο


ένα μπουκέτο
φλόγα και δροσιά

το απόλυτο μπουκέτο

ένα ευχαριστώ

με την φωτιά μες την καρδιά
μας χαρίζεις κήπους κι ουρανούς
μας θυμίζεις το πάθος , τον πόθο
μας ταξιδεύεις στο ξεχασμένο της ψυχής μας ερημονήσι
που τόσο σκληρά την είχαμε εξορίσει
χρόνια τώρα

και καμιά φορά αναρρωτιέμαι αν είσαι ο έρωτας
γιατί σαν έρωτας μοιάζεις
και σαν έρωτας γράφεις

συνέχισε να μας ταξιδεύεις και να μας θυμίζεις

συνέχισε να μας μαθαίνεις να ερωτευόμαστε

Τετάρτη, Οκτωβρίου 18, 2006

φιλί σαν παιδί

φιλί
σαν παιδί
μην το κοιτάς

παιδί είναι και φοβάται
παιδί είναι και σε οδηγά

κρυφά μονοπάτια

κρυφά και ξεχασμένα
και πια λυσμονημένα

μην σκιάζεσαι εκείνο ξέρει

στης ψυχής σου τα μονοπάτια να σε οδηγά
στουςκορμιού σου τα μονοπάτια να σε πλανεύει

σαν παιδί ξανά να σε μάθω...κι όλο να σε μαθαίνω...και ποτέ να μην σε χορταίνω

και σαν πρώτη φορά να ξαφνιάζομαι

να γεννιέμαι να πεθαίνω

λύτρωση

σαν μελλοθάνατος περιμένω την οριστική εντολή.
την γλυκιά σφαίρα που θα μου ελευθερώσει την ψυχή.
αυτή η αναμονή. τόσο ψυχρή κι απόμακρη.
κι η κάνη τόσο κρύα. κι αυτή σφαίρα αργεί να φύγει.
το δάκτυλο διστάζει.
πως περιμένω αυτό το γλυκό μπαμ να τα τελειώσει όλα. όλο αυτό το παραμύθι.
αυτός ο γλυκός ήχος του ξυπνήματος.
ένα μπαμ και ξυπνάω. τελειώνει επιτέλους αυτό το κακόγουστο αστείο.

ένα κλικ κι ένα μπαμ.





το δάκτυλο ιδρώνει,διστάζει... το χέρι του δήμιου αργεί... τον κοιτάζουν στα μάτια... παίρνει την τελική απόφαση...



ακούγεται ο πυρσοκροτισμός


και...

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

πρωινή κάθαρση

Οι σκέψεις καιγόντουσαν στην καύτρα του τσιγάρου και σε πείσμα της βαρύτητας κυλούσαν προς τα πάνω μουσκεύοντας το ταβάνι. Πολλές σκέψεις και πολλές εστίες φωτιάς ξεχασμένες πια. Ένα δωμάτιο γεμάτο σκέψεις και χαμένες ματιές. Μουσική υπόκρουση αυτου όλου , το βούισμα μιας παλιάς τηλεόρασης .
Είναι κοντά χαράματα κι ένα αυτοκίνητο διασχίζει τον άδειο δρόμο. Το μούγκρισμά του χαράζει το μοναχικό σολάρισμα της αυπνίας.
Ο ήλιος ετοιμάζεται να βγει. Ήδη από τα μισάνοιχτα πατζούρια φαίνεται η σταδιακή μετουσίωση του μαύρου του ουρανού σε βαθύ μπλε κι έπειτα σε βιολετί και απαλό ροζ.

...τα τσιγάρα γεμίζουν ήδη το πηγάδι των αναμνήσεων κι ετοιμάζεται να κάψει κι άλλες εκεί. Ήδη έχει ετοιμάσει τον κλίβανο για την επόμενη όπου και μία ηλιαχτίδα τον σταματά. Μια ηλιαχτίδα που εγκαθίσταται και απολυμαίνει μία κουκίδα του τραπεζιού. Μια κουκίδα που όλο και μεγαλώνει.

... σηκώνεται
...ανοίγει τα παράθυρα και τα πατζούρια διάπλατα

Ο πρωινός ήλιος σαρώνει το κορμί του. Εισπέει τον πρωινό αέρα και λούζεται με τις πρωινές ηλιαχτίδες. Κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει...

...θρέφει το νεογέννητο λουλούδι της καρδιάς του...
μια κατακόκκινη παπαρούνα

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

η συμφωνία

Είναι αρκετή ώρα που κρατάω στα χέρια το τιμόνι. Τα μάτια μου παρατηρούν τα χιλιόμετρα της ασφάλτου να περνούν. Είναι απογευματάκι. Οι πεδιάδες και τα μακρινά βουνά περνάνε σαν βουβή ταινία από τα πλαϊνά τζάμια του αυτοκινήτου. Σχήματα και χρώματα σε αποχρώσεις του κίτρινου και του πράσινου , μορφές κι ανισόρροπες γραμμές ζωγραφίζουν πάνω στο γυαλί μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος.

Έχουν κουραστεί τα μάτια μου. Ο δρόμος μια ατελείωτη ευθεία. Που και που και καμία στροφή, έτσι για αλλαγή. Τα σύννεφα στο βάθος έχουν αρχίσει ήδη να μαζεύονται και να σκουραίνουν το μπλε του ουρανού. Σε συνδυασμό με το δείλι που πλησιάζει, δημιουργούν ένα τρομακτικό μαύρο συνονθύλευμα.
Έρχεται βροχή.
Σταθμεύω σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής Οδού. Ανοίγω τα παράθυρα. Κλείνω το ραδιόφωνο. Ακούω το αέρα που σιγά σιγά δυναμώνει. Γεμίζει το αυτοκίνητο. Όχι πολύ κρύος . Η ησυχία και ο άνεμος που τραγουδάει μέσα από τα χόρτα. Που και που κάποιο αυτοκίνητο με ταχύτητα υπενθυμίζει τη ύπαρξη της Εθνική Οδού. Του πολιτισμού.
Όμως ο άνεμος απτόητος συνεχίζει το τραγούδι του, με τα γλυκιά βιολιά των χόρτων και τα πνευστά των λιγοστών δέντρων. Να τώρα μπήκαν και τα τύμπανα. Στην αρχή μακρινές κι αδύναμες βροντές, ίσα ίσα τις ακούς. Μα όλο και πλησιάζουν και δείχνουν τη δύναμή τους.

Ανάβω ένα τσιγάρο και συνεχίζω να απολαμβάνω τη αιθέρια συμφωνία που στήθηκε σε αυτό το δείλι.

Οι πρώτες σταγόνες έπεσαν. Στην αρχή δειλά. Μικρά ξυλόφωνά και μεταλόφωνα αρχίζουν να παίζουν το παιδικό τους τραγουδάκι που μετεξελίσεται σε εφηβικό πάθος γεμάτο ορμή κι ενέργεια.
Έχω κλείσει τα παράθυρα. Κι ακούω τη συμφωνία της βροχής που εκτυλίσσεται έξω. Κοιτάω προς τα έξω, όμως δεν βλέπω. Όχι τόσο γιατί η βροχή έχει γεμίσει το παρμπρίζ αλλά γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει. Ακούω τη βροχή και ταξιδεύω στις σκέψεις μου. Απολαμβάνω τους ήχους και την χαοτική αρμονία της φύσης.

Σιγά σιγά η βροχή απομακρύνεται. Πρώτα φεύγουν τα μπάσα, αδύναμες βροντές ακούγονται κάπου άλλου μακρυά να ταξιδεύουν. Μετά οι σταγόνες. Και τα σύννεφα διαλύονται αφήνοντας τον ήλιο που δύει να φανεί. Σαν μαέστρος να δώσει την τελευταία νότα σε αυτή την υγρή συμφωνία.
Ανοίγω τα παράθυρα και βάζω τους υαλοκαθαριστήρες να καθαρίσουν το παρμπριζ , να βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Ο μόνος που έχει μείνει είναι ο άνεμος. Μοναχικός σολίστας. Γεμίζει ξανά το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά εκτός από τους ήχους φέρνει και μυρωδιές. Τη μυρωδιά των χόρτων και των αγρανθών. Μα πάνω από όλες τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Σαν την μυρωδιά μετά τον έρωτα. Γεμάτη από από κάτι πρωτόγονο και πρωταρχικό , σαν επαφή με τη αρχαία μήτρα της φύσης. Παλιές αναμνήσεις του προγόνου αγριμιού , που αφουγκραζόταν κάθε σφυγμό κι αναπνοή της

Βγαίνω και κοιτάω το ήλιο που δύει και γεμίζει με ροζ μωβί ανταύγειες τις λίμνες του δρόμου... Έπιασε ψύχρα... Αγκαλιάζομαι για να ζεσταθώ...
πρώτη βροχή του φθινωπόρου καλώς ήρθες...