Είναι αρκετή ώρα που κρατάω στα χέρια το τιμόνι. Τα μάτια μου παρατηρούν τα χιλιόμετρα της ασφάλτου να περνούν. Είναι απογευματάκι. Οι πεδιάδες και τα μακρινά βουνά περνάνε σαν βουβή ταινία από τα πλαϊνά τζάμια του αυτοκινήτου. Σχήματα και χρώματα σε αποχρώσεις του κίτρινου και του πράσινου , μορφές κι ανισόρροπες γραμμές ζωγραφίζουν πάνω στο γυαλί μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος.
Έχουν κουραστεί τα μάτια μου. Ο δρόμος μια ατελείωτη ευθεία. Που και που και καμία στροφή, έτσι για αλλαγή. Τα σύννεφα στο βάθος έχουν αρχίσει ήδη να μαζεύονται και να σκουραίνουν το μπλε του ουρανού. Σε συνδυασμό με το δείλι που πλησιάζει, δημιουργούν ένα τρομακτικό μαύρο συνονθύλευμα.
Έρχεται βροχή.
Σταθμεύω σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής Οδού. Ανοίγω τα παράθυρα. Κλείνω το ραδιόφωνο. Ακούω το αέρα που σιγά σιγά δυναμώνει. Γεμίζει το αυτοκίνητο. Όχι πολύ κρύος . Η ησυχία και ο άνεμος που τραγουδάει μέσα από τα χόρτα. Που και που κάποιο αυτοκίνητο με ταχύτητα υπενθυμίζει τη ύπαρξη της Εθνική Οδού. Του πολιτισμού.
Όμως ο άνεμος απτόητος συνεχίζει το τραγούδι του, με τα γλυκιά βιολιά των χόρτων και τα πνευστά των λιγοστών δέντρων. Να τώρα μπήκαν και τα τύμπανα. Στην αρχή μακρινές κι αδύναμες βροντές, ίσα ίσα τις ακούς. Μα όλο και πλησιάζουν και δείχνουν τη δύναμή τους.
Ανάβω ένα τσιγάρο και συνεχίζω να απολαμβάνω τη αιθέρια συμφωνία που στήθηκε σε αυτό το δείλι.
Οι πρώτες σταγόνες έπεσαν. Στην αρχή δειλά. Μικρά ξυλόφωνά και μεταλόφωνα αρχίζουν να παίζουν το παιδικό τους τραγουδάκι που μετεξελίσεται σε εφηβικό πάθος γεμάτο ορμή κι ενέργεια.
Έχω κλείσει τα παράθυρα. Κι ακούω τη συμφωνία της βροχής που εκτυλίσσεται έξω. Κοιτάω προς τα έξω, όμως δεν βλέπω. Όχι τόσο γιατί η βροχή έχει γεμίσει το παρμπρίζ αλλά γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει. Ακούω τη βροχή και ταξιδεύω στις σκέψεις μου. Απολαμβάνω τους ήχους και την χαοτική αρμονία της φύσης.
Σιγά σιγά η βροχή απομακρύνεται. Πρώτα φεύγουν τα μπάσα, αδύναμες βροντές ακούγονται κάπου άλλου μακρυά να ταξιδεύουν. Μετά οι σταγόνες. Και τα σύννεφα διαλύονται αφήνοντας τον ήλιο που δύει να φανεί. Σαν μαέστρος να δώσει την τελευταία νότα σε αυτή την υγρή συμφωνία.
Ανοίγω τα παράθυρα και βάζω τους υαλοκαθαριστήρες να καθαρίσουν το παρμπριζ , να βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Ο μόνος που έχει μείνει είναι ο άνεμος. Μοναχικός σολίστας. Γεμίζει ξανά το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά εκτός από τους ήχους φέρνει και μυρωδιές. Τη μυρωδιά των χόρτων και των αγρανθών. Μα πάνω από όλες τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Σαν την μυρωδιά μετά τον έρωτα. Γεμάτη από από κάτι πρωτόγονο και πρωταρχικό , σαν επαφή με τη αρχαία μήτρα της φύσης. Παλιές αναμνήσεις του προγόνου αγριμιού , που αφουγκραζόταν κάθε σφυγμό κι αναπνοή της
Βγαίνω και κοιτάω το ήλιο που δύει και γεμίζει με ροζ μωβί ανταύγειες τις λίμνες του δρόμου... Έπιασε ψύχρα... Αγκαλιάζομαι για να ζεσταθώ...
Έχουν κουραστεί τα μάτια μου. Ο δρόμος μια ατελείωτη ευθεία. Που και που και καμία στροφή, έτσι για αλλαγή. Τα σύννεφα στο βάθος έχουν αρχίσει ήδη να μαζεύονται και να σκουραίνουν το μπλε του ουρανού. Σε συνδυασμό με το δείλι που πλησιάζει, δημιουργούν ένα τρομακτικό μαύρο συνονθύλευμα.
Έρχεται βροχή.
Σταθμεύω σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής Οδού. Ανοίγω τα παράθυρα. Κλείνω το ραδιόφωνο. Ακούω το αέρα που σιγά σιγά δυναμώνει. Γεμίζει το αυτοκίνητο. Όχι πολύ κρύος . Η ησυχία και ο άνεμος που τραγουδάει μέσα από τα χόρτα. Που και που κάποιο αυτοκίνητο με ταχύτητα υπενθυμίζει τη ύπαρξη της Εθνική Οδού. Του πολιτισμού.
Όμως ο άνεμος απτόητος συνεχίζει το τραγούδι του, με τα γλυκιά βιολιά των χόρτων και τα πνευστά των λιγοστών δέντρων. Να τώρα μπήκαν και τα τύμπανα. Στην αρχή μακρινές κι αδύναμες βροντές, ίσα ίσα τις ακούς. Μα όλο και πλησιάζουν και δείχνουν τη δύναμή τους.
Ανάβω ένα τσιγάρο και συνεχίζω να απολαμβάνω τη αιθέρια συμφωνία που στήθηκε σε αυτό το δείλι.
Οι πρώτες σταγόνες έπεσαν. Στην αρχή δειλά. Μικρά ξυλόφωνά και μεταλόφωνα αρχίζουν να παίζουν το παιδικό τους τραγουδάκι που μετεξελίσεται σε εφηβικό πάθος γεμάτο ορμή κι ενέργεια.
Έχω κλείσει τα παράθυρα. Κι ακούω τη συμφωνία της βροχής που εκτυλίσσεται έξω. Κοιτάω προς τα έξω, όμως δεν βλέπω. Όχι τόσο γιατί η βροχή έχει γεμίσει το παρμπρίζ αλλά γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει. Ακούω τη βροχή και ταξιδεύω στις σκέψεις μου. Απολαμβάνω τους ήχους και την χαοτική αρμονία της φύσης.
Σιγά σιγά η βροχή απομακρύνεται. Πρώτα φεύγουν τα μπάσα, αδύναμες βροντές ακούγονται κάπου άλλου μακρυά να ταξιδεύουν. Μετά οι σταγόνες. Και τα σύννεφα διαλύονται αφήνοντας τον ήλιο που δύει να φανεί. Σαν μαέστρος να δώσει την τελευταία νότα σε αυτή την υγρή συμφωνία.
Ανοίγω τα παράθυρα και βάζω τους υαλοκαθαριστήρες να καθαρίσουν το παρμπριζ , να βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Ο μόνος που έχει μείνει είναι ο άνεμος. Μοναχικός σολίστας. Γεμίζει ξανά το αυτοκίνητο. Αυτή τη φορά εκτός από τους ήχους φέρνει και μυρωδιές. Τη μυρωδιά των χόρτων και των αγρανθών. Μα πάνω από όλες τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Σαν την μυρωδιά μετά τον έρωτα. Γεμάτη από από κάτι πρωτόγονο και πρωταρχικό , σαν επαφή με τη αρχαία μήτρα της φύσης. Παλιές αναμνήσεις του προγόνου αγριμιού , που αφουγκραζόταν κάθε σφυγμό κι αναπνοή της
Βγαίνω και κοιτάω το ήλιο που δύει και γεμίζει με ροζ μωβί ανταύγειες τις λίμνες του δρόμου... Έπιασε ψύχρα... Αγκαλιάζομαι για να ζεσταθώ...
πρώτη βροχή του φθινωπόρου καλώς ήρθες...
2 σχόλια:
Με γεια την εμφάνιση. Cheer up όμως βρε παιδί, cheer up! :-)
μα δεν νομίζω ότι το κείμενο είναι καταθλιπτικό
όχι ότι είναι και μέσα στη τρελή χαρά
αλλά δεν νομίζω ότι είναι και καταθλιπτικό
Δημοσίευση σχολίου